κοινοβίτης

κοινοβίτης
(Coenobita). Γένος μαλακοστράκων της οικογένειας των κοινοβιτιδών. Ο κ. που είναι ο τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας μοιάζει με τους πάγουρους, αλλά είναι ζώο αποκλειστικά χερσαίο. Έχει επίμηκες σώμα, όπως ο πάγουρος, και προστατεύει την κοιλιά του μέσα σε όστρακα μαλακίων. Ζει κυρίως στην ξηρά, στις ακτές της Φλόριντα και των Αντιλλών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • chinovie — CHINÓVIE, chinovii, s.f. Mănăstire în care călugării au viaţa organizată în comun. [acc. şi: chinovíe] – Din sl. kinovija. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  CHINOVÍE s. (bis.) (înv.) obşte. (O chinovie mânăsti rească.) Trimis de… …   Dicționar Român

  • ԽԱՌՆԱԿԵԱՑ — (կեցի, ցաց.) NBH 1 0926 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. κοινόβιτης coenobita. Փոխանակ թարգմանելոյ Միաբանակեաց. այն որ կեայ ʼի հասարակաց վանս՝ խառն ընդ բազմութեան եղբարց. *Մեկնեցելոցն (յանապատ) դեւքն մերկս մարտնչին. իսկ խառնակեցացն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”